- ζευγάς
- ζευγηλάτης, ζευγίτης ο пахарь, землепашец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευγάς — ο [ζεύγος] 1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης 2. παροιμ. «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς» δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες … Dictionary of Greek
ζευγάς — ο ά, αυτός που οδηγεί ένα ζευγάρι ζώα στο όργωμα: Ήταν σ όλη του τη ζωή ζευγάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
беда, коль пироги начнет печи сапожник{,} — А сапоги тачать пирожник. Крылов. Щука и Кот. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратуше в г. Готе. Ср. Ein predigender Schuster macht… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Беда, коль пироги начнет печи сапожник, А сапоги точать пирожник — Бѣда, коль пироги начнетъ печи сапожникъ, А сапоги точать пирожникъ. Крыловъ. Щука и Котъ. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратушѣ въ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
βοϊδολάτης — ο αυτός που κατευθύνει τα βόδια στο όργωμα, ο ζευγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βόιδι + λάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης, στρατολάτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ζευγολατιστής — ο ο ζευγολάτης, ο ζευγάς («μα ταν κι ο ζευγολατιστής στον ύπνο μαθημένος», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ζευγο λατίζω < ζευγολάτης] … Dictionary of Greek
ζευγίτης — ο 1. ζευγάς. 2. αυτός που στην αρχαία Αθήνα ανήκε στην τρίτη τάξη των πολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζευγολάτης — ο ο ζευγάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)